- στροβιλανθής
- ο, Νβοτ. μεγάλο γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ακανθίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη και περιλαμβάνει 250-300 είδη μικρών θαμνωδών ή πολυετών ποωδών φυτών που είναι ιθαγενή τής τροπικής Ασίας, τής Ωκεανίας και τής Μαδαγασκάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. strobilanthes < στρόβιλος «κουκουνάρι» + άνθος].
Dictionary of Greek. 2013.